- εὐστροφίας
- εὐστροφίᾱς , εὐστροφίαsupplenessfem acc plεὐστροφίᾱς , εὐστροφίαsupplenessfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσκαμψία — η 1. η ιδιότητα τού δύσκαμπτου, δυσχέρεια στην κάμψη 2. δυσκολία προσαρμογής, έλλειψη ευστροφίας («δυσκαμψία χαρακτήρα») … Dictionary of Greek
ευστροφία — η (ΑΜ εὐστροφία) [εύστροφος] 1. ευκολία στο να στρέφεται και να κάμπτεται κάποιος, ευκαμψία, ευλυγισία (α. «εὐστροφία τῶν χειρῶν», Γρηγ. Νύσσ. β. «ευστροφία χορεύτριας») 2. (για πνευματικές ιδιότητες) ετοιμότητα, οξύνοια («τὸ μετ εὐστροφίας ὀξὺ… … Dictionary of Greek
λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… … Dictionary of Greek
φιλανθρώπινος — Επώνυμο οικογένειας του Βυζαντίου. 1. Αλέξιος. Αρχιναύαρχος του βυζαντινού στόλου, στα χρόνια των αυτοκρατόρων Θεοδώρου B’ Λάσκαρι και Μιχαήλ Παλαιολόγου, τον οποίο βοήθησε στην κατάληψη του θρόνου (1259). Τιμήθηκε για τη βοήθειά του αυτή με τον… … Dictionary of Greek
Γλάδστον, Γουίλιαμ Έβαρτ — (William Ewart Gladstone, Λίβερπουλ 1809 – Χάρντεν, Ουαλία 1898). Άγγλος πολιτικός. Άρχισε την κοινοβουλευτική σταδιοδρομία του –που κράτησε πάνω από 60 χρόνια– τον Ιανουάριο του 1833 ως βουλευτής του συντηρητικού κόμματος και γρήγορα μπήκε στην… … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
δυσκαμψία — η 1. αλυγισιά. 2. μτφ., δυσκολία στην προσαρμογή, έλλειψη ευστροφίας: Χαρακτηρίζεται από δυσκαμψία πνεύματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)